σκευαγωγός

σκευαγωγός
σκευᾰγωγ-ός, όν,
A conveying goods,

ἅμαξαι Poll.10.14

; σκευαγωγά baggage-trains, Plu.Pomp.6; also, transport vessels, transports, Str.16.4.23.
II as Subst., one who looks to the baggage of an army, baggage-master, X.Cyr.8.5.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκευαγωγός — ό / σκευαγωγός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή, Ν αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ. γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • σκευαγωγόν — σκευαγωγός conveying goods masc/fem acc sg σκευαγωγός conveying goods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγοί — σκευαγωγός conveying goods masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγούς — σκευαγωγός conveying goods masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγά — σκευαγωγός conveying goods neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγία — η, Ν [σκευαγωγός] στρ. μεταφορά στρατιωτικών σκευών σε περίοδο πολέμου …   Dictionary of Greek

  • σκευαγωγώ — έω, ΜΑ [σκευαγωγός] 1. συγκεντρώνω μαζί τα σκεύη, τά δένω και τά μεταφέρω («τούτῳ πεισθέντες μικρὸν ὕστερον σκευαγωγεῑν ἐκ τῶν ἀγρῶν») 2. μτφ. ανυψώνομαι, ανέρχομαι («σήμερον ἡ ἀνθρώπινος φύσις σκευαγωγεῑται εἰς οὐρανόν», Θεοδ. Αλ.) μσν. λεηλατώ …   Dictionary of Greek

  • σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՕԹԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 0256 Chronological Sequence: Unknown date ա. σκευαγωγός vasa seu instrumenta vehens Որ բարձեալ բերէ զանօթս եւ զսպասս. *Կառք են բիւրք, ոմանք անօթաբեր, եւ ոմանք զնոսա բերեն. Բրս. ընչեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σκευαγωγοῖς — σκευαγωγέω pack up and carry away goods pres opt act 2nd sg (attic epic doric) σκευαγωγός conveying goods masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγῶν — σκευαγωγέω pack up and carry away goods pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκευαγωγός conveying goods masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”